Δευτέρα, Μαρτίου 31, 2008

Το νεροπαραμύθι

Κάποτε το νερό ερωτεύτηκε τη φωτιά.
Πρώτη φορά την κοίταξε όταν ακόμα εκείνη ήτανε φλόγα μόνο.
Την κοιτούσε από ψηλά ενώ το ίδιο ήταν ακόμη σύννεφο στον ουρανό.
Την κοιτούσε που τρεμόπαιζε τσαχπίνικα

Που χόρευε μέσα στα κόκκινα φορέματά της.
Κι όσο την κοίταζε τόσο τη θαύμαζε.
Κι όσο τη θαύμαζε τόσο η θέρμη της το φόρτιζε

και την ερωτευόταν.
Το συγκινούσε και η μοναξιά της∙
αφού ήταν καταδικασμένη να καίει ό,τι υπάρχει γύρω της
κι έτσι να μένει μόνη.
Δεν το ‘θελε∙
Μα ήτανε στη φύση της όλα να τα καίει.
Το πάθος της ήτανε τέτοιο που δεν μπορούσε να το συγκρατήσει.
Κι έτσι όλο έκαιγε…και έκαιγε…
Κι όσο έκαιγε τόσο απλωνότανε∙ και φούντωνε∙ κι ομόρφαινε…

Οι άνθρωποι πανικοβλήθηκαν!
Κι αυτό, που ήτανε σύννεφο και την ερωτευόταν,
κατακλυζόταν απ’ τις παρακλήσεις τους και τις ευχές τους
νερό να γίνει,
μια δυνατή νεροποντή, να πέσει πάνω στη φωτιά να τη σκοτώσει.
Μα εκείνο αρνιότανε!
Και μαύριζε και θύμωνε

και κανενός δεν ήθελε να κάνει τέτοια χάρη!
Κι αντί για στάλες, έστελνε μόνο κεραυνούς∙
συμπαραστάτες στην αγαπημένη.
Όμως, κι αν μπόρεσε ν’ αντισταθεί στων ανθρώπων

τις κατάρες και ευχές,
κι αν τελικά δεν έγινε νεροποντή, όπως αυτοί θα ‘θέλαν,
στον πόνο για τον ίδιο του τον έρωτα
–τον ανεκπλήρωτο εξαρχής- δεν άντεξε.
Έγινε δάκρυ…ζεστή βροχή…κι έσταξε ίσια στην καρδιά της.

Εκείνη έσβησε,...

…Εκείνο στέγνωσε,...


Τρίτη, Μαρτίου 25, 2008

Γνωρίζοντας τους ανθρώπους...?

Μου τη δίνουν οι άνθρωποι που όλη την ώρα σου χαμογελούν χωρίς καθόλου να το αισθάνονται, μόνο και μόνο για να είναι «ευγενοφανείς» -αλήθεια γιατί δεν τη χρησιμοποιούμε αυτή τη λέξη; Νομίζω ότι παίζει περισσότερο κι από το «σοβαροφανείς».

Μου τη δίνουν οι γλοιώδεις και οι κόλακες, που ανεπίσημα θα σπέυσουνε με θέρμη να σε παραδεχτούν για τα ταλέντα, τις απόψεις σου, το θάρρος σου, αλλά μπροστά σε άλλους δεν θα πάρουνε ποτέ τους θέση.

Μου τη δίνουν οι απίστευτα κουτσομπόληδες, που θέλουν να τα ξέρουν όλα, για όλους και για όλα, και που δεν έχουν το στοιχειώδες τακτ να το κρύψουν, αλλά γίνονται στην ψύχρα αδιάκριτοι σε βαθμό αηδιαστικό και προσβλητικό, κάνοντας προσωπικές ερωτήσεις με το θράσος να αυτοθεωρούνται φίλοι που ως εκ τούτου ενδιαφέρονται ή παριστάνοντας απλά τους δήθεν αφελείς.
(Άσε που έχω την εντύπωση ότι αυτό το τελευταίο, το να το παίζουν λίγο αφελείς, κάποιοι το θεωρούνε και γοητευτικό. Ή χαριτωμένο. Μπλιαχ, δηλαδή!)
Και επίσης, απορώ. Τόσο άδειες είναι οι ζωές τους δηλαδή που προσπαθούν να τις γεμίσουνε παρατηρώντας και μιλώντας για τους άλλους; Εγώ γιατί το θεωρώ αφόρητα κουραστικό, αδιάφορο και βαρετό;
Και, συγχωρήστε μου και τον συντηρητισμό αλλά για μένα η ευγένεια κι η διακριτικότητα είναι αρετές!

Μου γυρίζουν τ’ άντερα στην κυριολεξία οι δημοσιοσχεσήτες, με τα «καλημέρα», «καλησπέρα», «καληνύχτα» και «τι ωραία ρούχα που φοράς», που χώνονται παντού για να γνωρίσουνε τους πάντες και ΚΥΡΙΩΣ για να ΤΟΥΣ γνωρίσουνε οι πάντες.
Θα μου πείτε∙ μα αυτοί είναι οι μόνοι που πιάσανε το νόημα. Ξέρουν καλά πως μόνο έτσι θα προοδεύσουν. Και μια και η αναξιοκρατία είναι ό,τι κυριαρχεί στις μέρες μας, τους συγκεκριμένους ανθρώπους, τους ευνοεί στο έπακρο. Γιατί να μην το εκμεταλλευτούν; Κατά αυτούς, είναι εξυπνάδα.

Δίκιο έχουν όντως, αυτοί προοδεύουν.
Εμένα πάντως, εξακολουθούν να μ’ αηδιάζουν.
Και πολύ θα ήθελα να τους δω σ’ ένα απόλυτα αξιοκρατικό καθεστώς. Υποψιάζομαι, αυτοί δεν θα το θέλανε καθόλου.

Σιχαίνομαι και τρομάζω με την κακία, πράγμα που, προσωπικά, πολύ σπάνια καταλογίζω σε κάποιον, αλλά επειδή μου έτυχε πάρα πολύ πρόσφατα, το αναφέρω κι αυτό. Υπάρχουν και κακοί άνθρωποι. Δεν ξέρω πώς γίνονται, αλλά υπάρχουν. Δεν το έχω σχεδόν ποτέ στο μυαλό μου, όμως δυστυχώς –όχι συχνά, ευτυχώς- κάποια στιγμή, έρχεται κάποιος να στο θυμίσει.


Μου τη δίνουνε και όσοι θεωρούν τον εαυτό τους κάτι το ιδιαίτερο, παιδιά άλλου θεού ένα πράγμα, που τους αρμόζει διαφορετική αντιμετώπιση από άλλους σε μια ίδια κατάσταση. Τους οποίους άλλους, υποτιμούν…(Πωπω! Κάτι τέτοιοι, ένα μπερντάκι οφ δε ρέκορντς, το χρειάζονται.) Που κανείς δεν θέλουνε να τους κρίνει, οι ίδιοι όμως ως ξερόλες, έχουν το δικαίωμα να δηλώνουν γνώμη για τα πάντα (εκεί που τους παίρνει, βέβαια, γιατί είναι και θρασύδειλοι, συνήθως.)
Ύστερα εγώ είμαι σνομπ!

Μου τη δίνει όταν τη δική μου/σου/του –γενικώς- διακριτικότητα, ευγένεια, αξιοπρέπεια και -γιατί να μην το πω κι έτσι;- ανωτερότητα, οι άλλοι την περνούν για αφέλεια και σου συμπεριφέρονται σαν ηλίθιο, νομίζοντας πως επειδή δεν μιλάς δεν καταλαβαίνεις κιόλας ή παριστάνοντας ότι νομίζουν πως δεν καταλαβαίνεις επειδή ακριβώς ξέρουν ότι όσο κι αν καταλαβαίνεις, δεν θα μιλήσεις.

Με απογοητεύουν και με πληγώνουν κάποιοι που είναι ευφυέστατοι, έχουν κι έναν βαθμό ευαισθησίας αρκετά αναπτυγμένο, ώστε να αντιλαμβάνονται, να διακρίνουν και να αναγνωρίζουν αξίες, ήθη, χαμέρπειες, μικρονοησίες, καθώς και όλα όσα λέω παραπάνω, αλλά για ένα ελάχιστο προσωπικό κέρδος, ίσως (όπως το αντιλαμβάνονται αυτοί) ή δεν ξέρω για ποιον άλλον λόγο, δέχονται/ανέχονται όλες αυτές τις συναναστροφές, ανταλλάσσοντας κολακείες, απορροφώντας με αξιοθαύμαστη διπλωματία κουτσομπολιά αποφεύγοντας να φορτωθούν οι ίδιοι τη ρετσινιά του «κουτσομπόλη» και μην καταλαβαίνοντας πως χάνουν έτσι την γοητεία που τόσο απλόχερα τους χαρίζει η ευφυΐα τους. Ίσως μερικές φορές η ανασφάλεια να ξεπερνά την ευφυΐα. Ξέρω ‘γω;

Αλλά πάνω απ’ όλα, μου τη δίνει αφάνταστα ο εαυτός μου, που όταν βρίσκεται σε ένα τέτοιο περιβάλλον παριστάνει όντως τον ηλίθιο και αφήνει να τον υποτιμούν. Κι ύστερα πρέπει να παλεύω για μέρες μόνη μου μαζί του, με σκέψεις και με συναισθήματα που γεννιούνται αναδρομικά και φουντώνουν προοδευτικά. Μου τη δίνει να το παίζω φίλη ενώ δεν είμαι ούτε γι’ αυτούς ούτε για μένα και το ξέρουμε όλοι.
Θα ήθελα να ξέρουν τουλάχιστον, να τους το είχα δείξει με κάποιον τρόπο, ότι καταλαβαίνω και πολύ καλά μάλιστα.
Απλά, ανέχομαι.

Παρασκευή, Μαρτίου 21, 2008

ΠΑΝΔΑΙΣΙΑ

Περπατούσα στην παραλία,
την ώρα που τσιλιμπούρδιζε η μέρα με τη νύχτα.
Λεπτή ομίχλη ή το πέπλο της βροχής,

δε μ’ αφήνανε να βλέπω καθαρά.
Μαγικό το τοπίο.
Περπατούσα πλάι στη θάλασσα, κάτω από τα φαναράκια.
Καθαρά τα κοντινά, θόλωνε το φως στα πιο απομακρυσμένα.
Όμως, όπως εγώ περνούσα, αλλάζανε κι αυτά.
Κι ήτανε άλλα εκείνα που φωτίζαν καθαρά,
ενώ τα προηγούμενα σβήνανε τώρα στην ομίχλη.
Όσα ήταν αρκετά μπροστά, μέλλον θαμπό, σαν απειλητικό προμήνυμα.
Μα πώς ανάβαν μόλις τα πλησίαζα!
Κι ας ήτανε θολά όσα κοιτούσα με τα μάτια.
Όταν πατούσα με τα πόδια τελικά, ξεκαθαρίζαν όλα.



Κι ένα τραγουδάκι που εκφράζει τα κάτω και τα πάνω μου
(που συνέχεια πάνω-κάτω είναι δηλαδή και θα πρέπει να τα συνηθίσω:-p)
Από την πανδαισία ήχων, στίχων και...ΔΑΡΝΑΚΩΝ.
Υπέροχο!

Δευτέρα, Μαρτίου 10, 2008

ΟΤΑΝ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΙΝΕΤΑΙ "ΠΑΙΧΝΙΔΙ"

Και το θεωρούσα ένα από τα καλύτερα παιχνίδια που κυκλοφορούν...

Μου το είπε ένας εκπαιδευτικός. Έκανε το λάθος και πήρε δώρο στο παιδί του το παιχνίδι «γνώσεων» με κάρτες Trivial Persuit '90. Μούδιασε όταν άκουσε από την μικρή του κόρη να τον ρωτάει "Μαθηματικός που έπεσε νεκρός προσπαθώντας να θέσει τέλος σε κατάληψη Λυκείου στην Πάτρα το 1991". Η απάντηση στο πίσω μέρος της κάρτας έγραφε "Νίκος Τεμπονέρας".
Έπεσε νεκρός; Πώς δηλαδή, παραπάτησε; Αυτό δε το τεράστιο ψέμα ότι προσπαθούσε να θέσει τέλος στην κατάληψη, ενώ στην πραγματικότητα συμπαραστεκόταν στους καταληψίες μαθητές πώς να το εξηγήσουμε;
Για να μην ξεχνάμε λοιπόν την ιστορία και για να μην την ξαναγράφουν κάποιοι όπως τη θυμούνται (στην καλύτερη) ή όπως τους βολεύει: "Ο Ν. Τεμπονέρας δολοφονήθηκε από τα μέλη της ΟΝΝΕΔ Σπίνο και Καλαμπόκα που προσπάθησαν να εισβάλουν βιαίως στον χώρο της κατάληψης χρησιμοποιώντας λοστούς (και άλλα φονικά αντικείμενα)". Αν μη τι άλλο είναι και απόφαση δικαστηρίου...
(Από την Αυγή 28/12)

Χρήστος Κάτσικας

Τελικά ο σκόπιμος, βεβαίως, αποπροσανατολισμός (γιατί, μη μου πείτε ότι αυτά γίνονται τυχαία και επιπόλαια) έχει εισχωρήσει παντού. Από πού να προφυλαχτεί κανείς και τι να παρακολουθήσει πρώτα;
Τα συμπεράσματα, δικά σας.

Παρασκευή, Μαρτίου 07, 2008

Άνοιξη

Μετά από αρκετές μέρες εντελώς ηλιόλουστες, που είχαμε ξεχάσει ότι είχαμε χειμώνα, σήμερα η μέρα είναι μάλλον μουντή. Δεν κάνει κρύο βέβαια, αλλά κάθομαι στο μπαλκόνι μ’ έναν καφέ φίλτρου στο πλάι, χωρίς τον ήλιο να μου κλείνει τα μάτια. Τα περισσότερα δέντρα έχουν ήδη ανθίσει. Όπου να ‘ναι θ’ ανθίσει κι η αχλαδιά στην αυλή μας. Την βλέπω φορτωμένη με μπουμπούκια, έτοιμα να σκάσουν στην επόμενη αχτίδα ίσως. Τα πουλιά κόβουν βόλτες και ανταλλάσουνε φωνούλες και παιχνίδια, όπως πάντα.
Μόλις σηκώθηκα κι είδα τη μέρα έτσι, το πρώτο που σκέφτηκα και χαμογέλασα ήταν ότι, να, κάτι τέτοιες μέρες, αν η δουλειά σου είναι το σχολείο, με τα μικρά να τρέχουν πάνω κάτω και να φωνάζουν ασταμάτητα, δεν υπάρχουν καν! Εννοώ, οι μέρες οι μουντές. Με το που περνάς την πόρτα, με το που βρίσκεσαι στην αυλή του σχολείου κατακλύζεσαι, όχι από έναν, αλλά από πολλούς, από τόσους ήλιους όσα είναι και τα παιδιά στο σχολείο. Κι είναι τόσο ιδιαίτεροι ήλιοι αυτοί! Λες κι έχουνε βγει από παραμύθι. Δεν σε στραβώνουν, αντίθετα σε ξυπνούν. Καθαρίζουν τη ματιά σου και σε κάνουνε να βλέπεις πιο καθαρά. Σου δίνουνε Ζωή. Μια ενεργητικότητα που αναρωτιέσαι από πού στα κομμάτια ξεπήδησε ξαφνικά!
Αυτοί οι ήλιοι σου χαμογελούν γενναιόδωρα ή γελούν δυνατά, καθαρά, ανέμελα, αυθόρμητα, τσαχπίνικα και παιχνιδιάρικα. Άλλοτε, σ’ αγκαλιάζουν ξαφνικά, σ’ αιφνιδιάζουνε με χίλια δυο, σε «πειράζουν» κι η αφέλειά τους είναι η πιο έξυπνη αφέλεια του κόσμου. Καμιά φορά, όταν θλίβονται, σ’ αναζητούν με το βλέμμα και καρφώνουν πάνω σου κάτι αχτίδες πολύ ζεστές, όλο εμπιστοσύνη. Αυτοί οι μικροί ήλιοι ζητούν τη συνδρομή και την παρηγοριά σου και σε κάνουνε θεό. Πού να ‘ξεραν ότι αυτές οι τόσο ζεστές αχτίδες των λαμπερών δακρύων τους, σου λιώνουν την καρδιά και νιώθεις μικρός…μικρός…πολύ πιο μικρός από αυτά και το μόνο που έχεις τότε εσύ μεγάλο να τους δώσεις είναι μια αγκαλιά. Που και την ζέστη της ακόμη την παίρνει απ’ το δικό τους γέλιο κι απ’ τα δικά τους δάκρυα για να τους την επιστρέψει.
…….Ναι…Το ζήσαμε κι αυτό…
…Για καλό ή για κακό, δεν ξέρω.
Πάντως από τότε, όλοι οι άλλοι ήλιοι με στραβώνουν….

Καλό μήνα…αν και λίγο αργά.