Παρασκευή, Απριλίου 27, 2007

ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ

Καλά. Το να προλογίσω εγώ τον Σαμαράκη είναι μάλλον περιττό.
Το παρακάτω διήγημά του οι περισσότεροι ίσως το έχετε διαβάσει (υπήρχε στα βιβλία του σχολείου). Κι όσοι δεν το γνωρίζετε, μην σας τρομάζει το κατεβατό. Αξίζει τον κόπο και με το παραπάνω.
Ήθελα πολύ να το βγάλω γιατί για μένα ήταν ανακάλυψη στα παιδικά μου χρόνια και σταθμός σε δύο επίπεδα: πρώτον, από κείνη τη μέρα που το διάβασα άνοιξε μπροστά μου υπέροχος και λαμπερός και τα πάντα υποσχόμενος ο κόσμος της Λογοτεχνίας (που από τότε δεν τον εγκατέλειψα στιγμή) και δεύτερον, από τότε άρχισα να καλλιεργώ μέσα μου μία πολύ «ανθρώπινη» φιλοσοφία για τη Ζωή και ν` αγαπώ τον άνθρωπο πέρα και πίσω απ` τις μάσκες που αυτή η κοινωνία τον αναγκάζει να φοράει…
Ίσως είναι κι αυτό μια απόδειξη ότι και η βία, όπως κι όλα σχεδόν τα πράγματα, είναι κάτι που μαθαίνεται και καλλιεργείται, σκόπιμα στις δικές μας κοινωνίες προφανώς. Έχει να κάνει με το τι ερεθίσματα προσφέρεις στον κόσμο.
Απολαύστε το.

Αντώνης Σαμαράκης – ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ

Η διαταγή ήτανε ξεκάθαρη: Απαγορεύεται το μπάνιο στο ποτάμι, ακόμα και να πλησιάζει κανένας σε απόσταση λιγότερο από διακόσια μέτρα. Δε χώραγε λοιπόν καμιά παρανόηση. Όποιος την παρέβαινε τη διαταγή, θα πέρναγε στρατοδικείο.
Τους τη διάβασε τις προάλλες ο ίδιος ο ταγματάρχης. Διέταξε γενική συγκέντρωση, όλο το τάγμα, και τους διάβασε. Διαταγή της Μεραρχίας! Δεν ήτανε παίξε γέλασε.
Είχανε κάπου τρεις βδομάδες που είχαν αράξει δώθε από το ποτάμι.
Κείθε από το ποτάμι ήταν ο εχθρός, οι Άλλοι όπως τους λέγανε πολλοί.
Τρεις βδομάδες απραξία. Σίγουρα δε θα βάσταγε πολύ τούτη η κατάσταση, για την ώρα όμως επικρατούσε ησυχία.
Και στις δυο όχθες του ποταμού, σε μεγάλο βάθος, ήτανε δάσος. Πυκνό δάσος. Μες στο δάσος είχανε στρατοπεδεύσει και οι μεν και οι δε.
Οι πληροφορίες τους ήτανε πως οι Άλλοι είχανε δυο τάγματα εκεί. Ωστόσο, δεν επιχειρούσαν επίθεση, ποιος ξέρει τι λογαριάζανε να κάνουν. Στο μεταξύ, τα φυλάκια, και από τις δυο μεριές, ήταν εδώ κι εκεί κρυμμένα στο δάσος, έτοιμα για παν ενδεχόμενο.
Τρεις βδομάδες! Πώς είχανε περάσει τρεις βδομάδες! Δε θυμόντουσαν σ' αυτόν τον πόλεμο, που είχε αρχίσει εδώ και δυόμισι χρόνια περίπου, άλλο τέτοιο διάλειμμα σαν και τούτο.
Όταν φτάσανε στο ποτάμι, έκανε ακόμα κρύο. Εδώ και μερικές μέρες, ο καιρός είχε στρώσει. Άνοιξη πια!
Ο πρώτος που γλίστρησε κατά το ποτάμι ήτανε λοχίας. Γλίστρησε ένα πρωινό και βούτηξε. Λίγο αργότερα, σύρθηκε ως τους δικούς του, με δυο σφαίρες στο πλευρό. Δεν έζησε πολλές ώρες.
Την άλλη μέρα, δυο φαντάροι τραβήξανε για κει. Δεν τους ξαναείδε
πια κανένας. Ακούσανε μονάχα πολυβολισμούς, και ύστερα σιωπή.
Τότε βγήκε η διαταγή της Μεραρχίας.
Ήτανε ωστόσο μεγάλος πειρασμός το ποτάμι. Τ' ακούγανε που κυλούσε τα νερά του και το λαχταρούσανε. Αυτά τα δυόμισι χρόνια, τους είχε φάει η βρώμα. Είχανε ξεσυνηθίσει ένα σωρό χαρές. Και να, τώρα, που είχε βρεθεί στο δρόμο τους αυτό το ποτάμι. Αλλά η διαταγή της Μεραρχίας...
- Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας! είπε μέσ' από τα δόντια του
κείνη τη νύχτα.
Γύριζε και ξαναγύριζε και ησυχία δεν είχε. Το ποτάμι ακουγότανε πέρα και δεν τον άφηνε να ησυχάσει.
Θα πήγαινε την άλλη μέρα, θα πήγαινε οπωσδήποτε. Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας!
Οι άλλοι φαντάροι κοιμόντουσαν. Τέλος τον πήρε κι αυτόν ο ύπνος. Είδε ένα όνειρο, έναν εφιάλτη. Στην αρχή, το είδε όπως ήτανε: ποτάμι. Ήτανε μπροστά του αυτό το ποτάμι και τον περίμενε. Κι αυτός, γυμνός στην όχθη, δεν έπεφτε μέσα. Σα να τον βάσταγε ένα αόρατο χέρι. Ύστερα το ποτάμι μεταμορφώθηκε σε γυναίκα. Μια νέα γυναίκα, μελαχρινή, με σφιχτοδεμένο κορμί. Γυμνή, ξαπλωμένη στο γρασίδι, τον περίμενε. Κι αυτός, γυμνός μπροστά της, δεν έπεφτε πάνω της. Σα να τον βάσταγε ένα αόρατο χέρι.
Ξύπνησε βαλαντωμένος δεν είχε ακόμα φέξει...
Φτάνοντας στην όχθη, στάθηκε και το κοίταζε. Το ποτάμι! Ώστε υπήρχε λοιπόν αυτό το ποτάμι; Ώρες ώρες, συλλογιζότανε μήπως δεν υπήρχε στ' αλήθεια. Μήπως ήτανε μια φαντασία τους, μια ομαδική ψευδαίσθηση.
Είχε βρει μια ευκαιρία και τράβηξε κατά το ποτάμι. Το πρωινό ήτανε θαύμα! Αν ήτανε τυχερός και δεν τον παίρνανε μυρουδιά... Να πρόφταινε μονάχα να βουτήξει στο ποτάμι, να μπει στα νερά του, τα παρακάτω δεν τον νοιάζανε.
Σ' ένα δέντρο, στην όχθη, άφησε τα ρούχα του, και όρθιο πάνω στον κορμό, το τουφέκι του. Έριξε δυο τελευταίες ματιές, μια πίσω του, μην ήτανε κανένας από τους δικούς του, και μια στην αντίπερα όχθη, μην ήτανε κανένας από τους Άλλους. Και μπήκε στο νερό.
Από τη στιγμή που το σώμα του, ολόγυμνο, μπήκε στο νερό, τούτο το σώμα που δυόμισι χρόνια βασανιζότανε, που δυο τραύματα το είχανε ως τώρα σημαδέψει, από τη στιγμή αυτή ένιωσε άλλος άνθρωπος. Σα να πέρασε ένα χέρι μ' ένα σφουγγάρι μέσα του και να τα 'σβησε αυτά τα δυόμισι χρόνια.
Κολυμπούσε πότε μπρούμυτα, πότε ανάσκελα. Αφηνότανε να τον πηγαίνει το ρεύμα. Έκανε και μακροβούτια...
Ήταν ένα παιδί τώρα αυτός ο φαντάρος, που δεν ήταν παρά εικοσιτριώ χρονώ κι όμως τα δυόμισι τελευταία χρόνια είχαν αφήσει βαθιά ίχνη μέσα του.
Δεξιά κι αριστερά, και στις δυο όχθες, φτερουγίζανε πουλιά, τον χαιρετούσανε περνώντας πότε πότε από πάνω του.
Μπροστά του, πήγαινε τώρα ένα κλαδί που το έσερνε το ρεύμα. Βάλθηκε να το φτάσει μ' ένα μονάχα μακροβούτι. Και το κατάφερε. Βγήκε από το νερό ακριβώς δίπλα στο κλαδί. Ένιωσε μια χαρά! Αλλά την ίδια στιγμή είδε ένα κεφάλι μπροστά του, κάπου τριάντα μέτρα μακριά.
Σταμάτησε και προσπάθησε να δει καλύτερα.
Και κείνος που κολυμπούσε εκεί τον είχε δει, είχε σταματήσει κι αυτός. Κοιτάζονταν.
Ξανάγινε αμέσως αυτός που ήτανε και πρωτύτερα: ένας φαντάρος που είχε κιόλας δυόμισι χρόνια πόλεμο, που είχε έναν πολεμικό σταυρό, που είχε αφήσει το τουφέκι του στο δέντρο.
Δεν μπορούσε να καταλάβει αν αυτός αντίκρυ του ήτανε από τους δικούς του ή από τους Άλλους. Πώς να το καταλάβει; Ένα κεφάλι έβλεπε μονάχα. Μπορούσε να 'ναι ένας από τους δικούς του. Μπορούσε να 'ναι ένας από τους Άλλους.
Για μερικά λεπτά, και οι δυο τους στέκονταν ακίνητοι στα νερά. Τη σιωπή διέκοψε ένα φτάρνισμα. Ήταν αυτός που φταρνίστηκε, και κατά τη συνήθειά του βλαστήμησε δυνατά. Τότε εκείνος αντίκρυ του άρχισε να κολυμπάει γρήγορα προς την αντίπερα όχθη. Κι αυτός όμως δεν έχασε καιρό. Κολύμπησε προς την όχθη του μ' όλη του τη δύναμη. Βγήκε πρώτος. Έτρεξε στο δέντρο που είχε αφήσει το τουφέκι του, το άρπαξε. Ο Άλλος, ό,τι έβγαινε από το νερό. Έτρεχε τώρα κι εκείνος να πάρει το τουφέκι του.
Σήκωσε το τουφέκι του αυτός, σημάδεψε. Του ήτανε πάρα πολύ εύκολο να του φυτέψει μια σφαίρα στο κεφάλι. Ο Άλλος ήτανε σπουδαίος στόχος έτσι καθώς έτρεχε ολόγυμνος, κάπου είκοσι μέτρα μονάχα μακριά.
Όχι, δεν τράβηξε τη σκανδάλη. Ο Άλλος ήταν εκεί, γυμνός όπως είχε έρθει στον κόσμο. Κι αυτός ήταν εδώ, γυμνός όπως είχε έρθει στον κόσμο.
Δεν μπορούσε να τραβήξει. Ήτανε και οι δυο γυμνοί. Δυο άνθρωποι γυμνοί. Γυμνοί από ρούχα. Γυμνοί από ονόματα. Γυμνοί από εθνικότητα. Γυμνοί από τον χακί εαυτό τους.
Δεν μπορούσε να τραβήξει. Το ποτάμι δεν τους χώριζε τώρα, αντίθετα τους ένωνε.
Δεν μπορούσε να τραβήξει. Ο Άλλος είχε γίνει ένας άλλος άνθρωπος
τώρα, χωρίς άλφα κεφαλαίο, τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο.
Χαμήλωσε το τουφέκι του. Χαμήλωσε το κεφάλι του. Και δεν είδε τίποτα ως το τέλος, πρόφτασε να δει μονάχα κάτι πουλιά που φτερoυγίσανε τρομαγμένα σαν έπεσε από την αντικρινή όχθη η τουφεκιά, κι αυτός, γονάτισε πρώτα, ύστερα έπεσε με το πρόσωπο στο χώμα.

Σάββατο, Απριλίου 21, 2007

Αναπόφευκτο

Και τι γίνεται όταν βλέπεις τη θλίψη να πλησιάζει;
Είναι σε απόσταση αναπνοής. Και ξέρεις πως δε θα την αποφύγεις. Ούτε την πλάτη δε θα της γυρίσεις. Σύγκρουση μετωπική και αναπόφευκτη. Είσαι καταδικασμένος. Και τα μάτια σου. Κι εκείνα καταδικασμένα. Να κοιτάζουν καθώς έρχεται.
Κοιτάς και περιμένεις…

Το ήξερες απ` την αρχή. Μα πήγες. Γι` αυτό και δεν μπορείς και να ξεσπάσεις πουθενά.
Μόνο την κοιτάς. Την βλέπεις που ‘ρχεται και ξέρεις πως θα σε τυλίξει.
Δεν έρχεται από πίσω σου. Ύπουλα και ξαφνικά.
Έρχεται από μπροστά σου. Από το μέλλον.
Ίσως θα έπρεπε να πω πως πας εσύ σ` εκείνη
μα εσύ είσ` ακίνητος∙ γυμνός κι εκτεθειμένος.

Όχι! Γι` αυτό δεν έχεις αυταπάτες. Έρχεται να σε πάρει.
Μόνο που αναρωτιέσαι αν θα σε ταξιδέψει για να σε ξεβράσει ξανά σε κάποιο φως
ή αν θα σε καταπιεί ως το τέλος…
Και τη φοβάσαι. Έχεις κι ένα κακό προηγούμενο μαζί της…
Σε τρόμαξε άλλοτε πολύ. Δεν είναι να την εμπιστεύεσαι.

Βρίσκεσαι σε αναμονή. Μ` αυτήν στο οπτικό πεδίο σου.
(Ούτε το όνομά της δεν θέλω να ξαναναφέρω)
Κι όσο αναμένεις σκέφτεσαι. Λόγια παν κι έρχονται μες στο κεφάλι σου.
Και κάποιος που είπε∙

«Καμιά χαρά δεν κάνει ό,τι ο πόνος στην ψυχή»…

Τρίτη, Απριλίου 17, 2007

ΚΟΣΜΟΙ

Ταχυδρόμος στο κέντρο της πόλης!!!
Και εκπλήσσομαι που εκπλήσσομαι!
Μα, τι νόμιζα; Πως η αλληλογραφία μες στην πόλη διανέμεται αλλιώς;
Κι αυτό πάλι, τι σου λέει;
Νεαρός, σπορ ντύσιμο, φατσούλα αγουροξυπνημένη και ποδήλατο!!!
Χα! Και πάλι. Μα τι νόμιζα; Πως σώνει και καλά ένας ταχυδρόμος θα έπρεπε να ‘ναι μεσήλικας και πάνω;
Κι αυτό το γκρι κουτί, το μουτζουρωμένο, το άθλιο, στη μέση του πεζοδρομίου (που στούκαρα κάποτε πάνω σ` ένα τέτοιο κι είχα μια μελανιά ένα μήνα, έτσι, για να μου μείνει αξέχαστο) ήτανε τελικά για την αποθήκευση γραμμάτων!
Αν δεν τον έβλεπα να βγάζει από κει φακέλους και επιστολές δεν θα το φανταζόμουν. Ούτε κίτρινο, ούτε «ΕΛΤΑ» γραμμένο απ` έξω, μόνο ένα βρώμικο κουτί με επικίνδυνες γωνίες, πού να το σκεφτώ;

Ένα κουτί…
Τι μπαινοβγαίνει μέσα του όμως!...
Πόσων ζωές, πόσων στιγμές, νέα, ευχές και συναισθήματα και συγκινήσεις και καταστροφές… Κόσμοι ολόκληροι! Από κάπου ξεκινούν, φτάνουν σ` αυτό το άθλιο κουτάκι, μένουν εκεί για λίγο πριν να παραδοθούν στον προορισμό τους… Γύρω περνούν οι άνθρωποι ασταμάτητα, αδιάφοροι, ανυποψίαστοι. Κοντοστέκονται, το ακουμπούν, το προσπερνούν. Και αμφιβάλλω αν έστω κι ένας το προσέχει. Τόσο κοντά σε τόσο προσωπικές στιγμές και δεδομένα, σχεδόν τις αγγίζουν, τις περιτριγυρίζουν, μα ούτε τις βλέπουν ούτε τις ακούν, ούτε καν τις φαντάζονται. Ουσιαστικά, ετούτο το κουτί μοιάζει να μην υπάρχει. Κι ας πέφτει πάνω του η μισή Θεσσαλονίκη κάθε μέρα.

Μα ίσως δεν είναι τελικά τόσο παράλογο που εκπλήσσομαι. Πόσοι αλληλογραφούνε πια με γράμματα από χαρτί; Τώρα, που όλα γίνονται ηλεκτρονικά; Και τι καλό να ‘ναι στη σκέψη μας ο ταχυδρόμος, όταν το μόνο που μας φέρνει είναι λογαριασμοί και διαφημιστικά.
Πείτε με γραφική. Είμαι απ` αυτούς που ακόμα γράφουν γράμματα. Με μολυβάκι και χαρτάκι, εννοώ. Με φάκελο και γραμματόσημο και όλα τα παραδοσιακά. Κι ανατριχιάζω, συγκινούμαι, γοητεύομαι που σκέφτομαι ότι και τα δικά μου γράμματα, στην πόρτα μου τα φέρνει ένας άνθρωπος. Αν έμενα σ` αυτή τη γειτονιά, ίσως θα τα ‘φερνε αυτός ο ταχυδρόμος. Όχι κανένα απρόσωπο επίτευγμα τεχνολογικό.
Ευαίσθητα πράγματα τα γράμματα κι όσα μέσα τους κρύβουν. Μόνο σε άνθρωπο ταιριάζει να μεσολαβεί…

Κυριακή, Απριλίου 08, 2007

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ

Να ξυπνάς μία ηλιόλουστη Πασχαλιά, ν` ακούς τις καμπάνες να χτυπούν χαρμόσυνα και να ξεκουράζεις τα μάτια σου πάνω στο (μάλλον) πιο αιώνιο κι αιώνια ζωντανό επίτευγμα του Ανθρώπου∙ την Λογοτεχνία!

Τι ήθελα να γράψω; Πάλι πέρασε η ώρα κι η σκέψη μου κόλλησε… Άσε που όταν ξυπνούν όλοι…και η Φύση…και όλα… Ε, να! Όλα με καλούν κάπου έξω. Θέλουν την παρέα μου. Θέλουνε να παίξω μαζί τους. Να τα δω κι εγώ, να τα μοιραστώ. Αλλιώς, μέρα χαμένη!
Μέρα που δεν ανάσανα το οξυγόνο της στον ελεύθερο ουρανό της, που δεν πάτησα το χώμα της, δε μύρισα τ` αρώματά της, δεν ανατρίχιασα γλυκά στο φύσημά της, δε μισόκλεισα τα μάτια στον ήλιο της χαμο- ή και χαζο-γελώντας…
Θέλω να βγω! Να πάω στο ρέμα, ν` ακούσω το τραγούδι των βατράχων. Να τρέξω στο ανάχωμα. Να νιώσω, ν` αφεθώ σ` αυτή την ηδονή∙ τα πέλματά μου πάνω σ` ένα παχύ στρώμα από πεσμένες πευκοβελόνες!!!
Ελιξήριο που τόσο γενναιόδωρα σου προσφέρει η Γη!
Και δεν ζητάει τίποτα από σένα, παρά μοναχά το πάτημά σου!
Τι Έρωτας κι αυτός! Τι αυτοδιάθεση! Τι περήφανη ταπεινότητα!

«Η πίεση του ποδιού μου στη Γη
ξεφυτρώνει εκατοντάδες συναισθήματα,
Περιφρονούν ό,τι κάνω για να τα περιγράψω.»

Είπε ο Ουώλτ Ουίτμαν, αμερικανός Ποιητής του προ-προηγούμενου αιώνα, της προηγούμενης χιλιετίας (1819-1892), του ήδη περασμένου ανά στιγμή παρόντος και –ευτυχώς- του άφταστου μέλλοντος…

Κι έτσι κι εγώ, επιρρεπής στην «αμαρτία», φιλήδονη, τρελή, θα κυλιστώ ως τις πευκοβελόνες που φωνάζουν τ` όνομά μου.
Έτσι κι αλλιώς, με ξεμυαλίσαν τώρα. Δεν ξέρω τι ήθελα να γράψω. Πραγματικά, δεν ξέρω. Μ` έχουνε αποπροσανατολίσει.
Γι` αυτό και τώρα σας αφήνω.
Κι αν τελικά ποτέ δεν γίνω συγγραφέας ;-) (μην ψαρώνετε, χάριν του λόγου το λέω)
να τους πείτε ότι δεν φταίω εγώ που δεν στρωνόμουν. Να ! αυτή η Φύση εκεί έξω φταίει!
Η ξεμυαλίστρα!...

Χρόνια Πολλά κι Ηδονικά σε όλους!

Τετάρτη, Απριλίου 04, 2007

ΜΙΛΑΝ ΚΟΥΝΤΕΡΑ - "ΑΓΝΟΙΑ"

«…Στα αρχαία ελληνικά η επιστροφή λέγεται “Νόστος”. Άλγος σημαίνει πόνος. Νοσταλγία είναι λοιπόν ο πόνος που προκαλεί σε κάποιον η ανικανοποίητη λαχτάρα της επιστροφής…»

Πάντα θεωρούσα τη νοσταλγία ως ένα από τα πιο άσχημα συναισθήματα. Ψυχοφθόρο και μάταιο, εμπόδιο στο να προχωρήσει κάποιος παρακάτω, χάσιμο χρόνου απ` την ίδια τη Ζωή.

«…Στα είκοσι χρόνια που έλειπε ο Οδυσσέας, οι Ιθακήσιοι θυμόντουσαν πολλά από αυτόν, αλλά δεν τον νοσταλγούσαν. Ενώ ο Οδυσσέας υπέφερε από νοσταλγία και δεν θυμόταν σχεδόν τίποτα…
…Όσο πιο έντονη είναι η νοσταλγία τόσο πιο πολύ αδειάζει από αναμνήσεις…Γιατί η νοσταλγία δεν εντείνει τη δραστηριότητα της μνήμης, δεν ξυπνά αναμνήσεις, αλλά αρκείται στον εαυτό της, στη δική της συγκίνηση, έτσι όπως είναι εντελώς απορροφημένη από τον δικό της αποκλειστικά πόνο…»


Κάπως έτσι κάνει τη διάκριση ο Μίλαν Κούντερα ανάμεσα στη νοσταλγία και τη μνήμη στο βιβλίο του «Η ΑΓΝΟΙΑ» κι αυτό είναι ένα μόνο από τα θέματα που πραγματεύεται.

Επιβεβαιώνει κι εδώ, γι` ακόμη μια φορά, πόσο καλός γνώστης είναι της ψυχολογίας των ανθρώπων, πόσο έντεχνα μπορεί και αναλύει πράξεις και χαρακτήρες, απλοποιεί καταστάσεις, δείχνει το διττό τους, διαχωρίζει το φαίνεσθαι από το είναι και αποκαλύπτει την αλήθεια καταρρίπτοντας στερεότυπα που θεωρούνται αυτονόητα και δεδομένα, όπως η επιθυμία να είσαι στην πατρίδα σου ή στο σπίτι σου ή με τους συγγενείς και τους συμπατριώτες σου.

«…Πάντα θεωρούσε αυτονόητο ότι η αυτοεξορία της είναι δυστυχία. Μήπως όμως, αναρωτιέται τη στιγμή αυτή, πρόκειται μάλλον για ψευδαίσθηση δυστυχίας, μια ψευδαίσθηση που την υποβάλλει ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνονται τον εξόριστο όλοι οι άλλοι; Μήπως διάβαζε τη ζωή της με βάση τις οδηγίες χρήσεως που της έβαλαν στα χέρια οι άλλοι;…»

Πόσο ευμετάβλητα είναι τόσα πράγματα που προς στιγμήν φαίνονται σταθερά και αιώνια. Πώς μες στο χρόνο, ανατρέπονται δεδομένα, πολιτικά συστήματα, καθεστώτα, ζωές. Άνθρωποι ξεριζώνονται απ` τον τόπο τους, τα πράγματα αλλάζουν, επιχειρούν να επιστρέψουν για να συνειδητοποιήσουν στη συνέχεια πως η επιστροφή αυτή είναι σε κάτι ξένο, άγνωστο και άσχετο με ό,τι έχουν γίνει αυτοί στην πορεία και με ό,τι πραγματικά θέλουν.

«…Δε θα καταλάβουμε τίποτα από την ανθρώπινη ζωή αν επιμένουμε να παρακάμπτουμε το πρώτο από όλα τα αυτονόητα: μια πραγματικότητα έτσι όπως ήταν τότε που ήταν, δεν είναι πια. Αδύνατον να ανασυσταθεί..»

Πρόκειται για ένα συγκινητικό μυθιστόρημα-δοκίμιο για την αυτοεξορία, τη νοσταλγία, την επιστροφή, την απογοήτευση και προπάντων, την «Άγνοια». Την ηλικία της άγνοιας. Εκείνη τη χρονική στιγμή που δεν είσαι πια παιδί (τουλάχιστον για τους άλλους) και όλοι και όλα σε πιέζουνε να πάρεις αποφάσεις. Αποφάσεις για την προσωπική σου ζωή, για την επαγγελματική, για το μέλλον. Αποφάσεις που ΑΝΑΓΚΑΖΕΣΑΙ να πάρεις – ενώ στην πραγματικότητα δεν ξέρεις – και που είναι καταλυτικές, αμετάκλητες, καθοριστικές για την υπόλοιπη ζωή σου. Μπορεί να την απογειώσουνε, μπορεί και να την καταστρέψουν. Λάθη που διαπράττονται στη βάση μιας «αδικίας». Παγίδες που μες στην άγνοιά μας, παρασυρμένοι κι από τις γύρω μας φωνές, στήνουμε οι ίδιοι στον εαυτό μας, υπονομεύοντας όλη μας τη ζωή.

«…Παντρεύτηκα πολύ νέα, μόνο και μόνο για να ξεφύγω απ` τη μητέρα μου. Αλλά ακριβώς γι` αυτό ήταν βεβιασμένη απόφαση και όχι πραγματικά ελεύθερη…Εκείνη ακριβώς τη στιγμή διέπραξα κάποιο σφάλμα που είναι δύσκολο να το προσδιορίσω, να το συλλάβω, που ήταν όμως το σημείο εκκίνησης όλης μου της ζωής και που δεν κατάφερα ποτέ να το επανορθώσω…
…Σ` εκείνη την ηλικία παντρεύεται κανείς, κάνει το πρώτο του παιδί, διαλέγει το επάγγελμά του. Κάποια μέρα θα μάθει και θα καταλάβει πολλά, θα είναι όμως πολύ αργά γιατί η ζωή ολόκληρη θα έχει αποφασιστεί μια εποχή που δεν ήξερε τίποτα…»


Και μέσα σ` όλα αυτά, ο πόθος για τον Έρωτα. Έναν έρωτα πηγαίο, αυθόρμητο, σωματικό, απαλλαγμένο από ευγνωμοσύνη, υποχρέωση, εξάρτηση.

«…Η ευγνωμοσύνη δεν είναι τάχα μια άλλη ονομασία για την αδυναμία, για την εξάρτηση; Τώρα λαχταρά έναν έρωτα χωρίς καθόλου ευγνωμοσύνη!...
…και αισθάνεται να ανεβαίνει στο κορμί της ένας πόθος, ο αδάμαστος πόθος να έχει εραστή. Όχι για να μπαλωθεί η ζωή της έτσι όπως έγινε. Αλλά για να συγκλονιστεί εκ βάθρων. Για να έχει επιτέλους το δικό της πεπρωμένο…»


«…Αυτός κοιτούσε συνέχεια το αιδοίο της, αυτό το ελάχιστο μέρος που με θαυμαστή οικονομία χώρου εξασφαλίζει τέσσερις υπέρτατες λειτουργίες: διέγερση, συνουσία, γέννηση, ούρηση…»


Ε!...Τι να πω άλλο; Κούντερα!...


"Άγνοια" του Μίλαν Κούντερα κυκλοφορεί
σε μετάφραση του Γιάννη Η. Χάρη
από τις εκδόσεις ΕΣΤΙΑ.]