Τώρα θα ήθελα να γράψω ένα γράμμα σ’ έναν φίλο. Δεν ξέρω αν περνάει ποτέ από ‘δω κι έτσι δεν ξέρω αν θα το διαβάσει, αλλά δεν έχει σημασία. Στην πραγματικότητα, θα ήθελα να το γράψω “παραδοσιακά”. Με το χέρι μου να τρέχει στο χαρτί και να ζωγραφίζει τα γράμματα. Και τα γράμματα να ζωγραφίζουνε τις λέξεις…
Θέλω επίσης, να ξεκινήσω με μωβ γράμματα και κάπως έτσι:
«Η αλήθεια είναι ότι θέλω να μου πεις για κάτι που αγαπάς. Για τις μουσικές που σου ζαλίζουν το μυαλό και τα ταξίδια που ονειρεύεσαι “για να φεύγει η πίκρα από το ραδικόζουμο”…ξέρεις εσύ.
Άσε το ραδικόζουμο! Μερικοί είμαστε αδιόρθωτοι.
Θυμάμαι την πρώτη φορά που με ρωτήσανε: “Τι σκέφτεσαι να κάνεις μετά;” Φοιτήτρια εγώ. Έπεσε η ερώτηση σαν κομήτης παγωμένος στο κεφάλι μου. Τι σκέφτομαι; Τίποτα! Δεν το ‘χα συνδέσει… Κι από τότε, όπως λες κι εσύ, ήρθανε τα χειρότερα. Η ίδια, πρώτη ερώτηση που θα σου κάνουν όλοι μόλις σε δουν: “Τι δουλειά κάνεις;” Κι αυτή είναι η ταυτότητά σου πια. Αυτό είσαι εσύ. Τέλειωσες! Άσχετα αν, είτε καλή είτε κακή, αυτή η δουλειά δεν σε εκφράζει καθόλου. Άσε που μπορεί να μην έχεις κιόλας. Τόσο το χειρότερο για σένα.
Με κάτι τέτοια όμως ίσως μου ‘χει μείνει κι αυτή η αντίδραση-αρρώστια. Σε κάθε μου προσπάθεια νιώθω να παρακολουθούμαι στενά. Τόσο, που ακόμα κι αν η απόφαση για την προσπάθεια αυτή ήτανε αρχικά δικιά μου, στην πορεία νιώθω ότι μου την κλέβουνε. Σταδιακά σταματάω να την αγαπώ. Δε μ’ ενθουσιάζει πια. Κι αρχίζει να φυτρώνει και να αγριεύει μέσα μου αυτή η αντίδραση-αρρώστια που ‘γραψα παραπάνω. Και τότε, όπως πλησιάζω προς το τέλος του αγώνα και νιώθω τα βλέμματα όλα στραμμένα πάνω μου, ακριβώς εκεί, λίγο πριν τη γραμμή τερματισμού, με πιάνει μία ξέφρενη, τρελή επιθυμία να σταματήσω απότομα και να βαδίσω χαλαρά προς τα πίσω. Ντυμένη μόνο τ’ αθλητικά μου ρούχα. Να πάρω ήρεμα την πετσέτα μου απ’ το χορτάρι στην άκρη του δρόμου, να την ρίξω στους ώμους να μου στεγνώνει τον ιδρώτα και να φέρω στο στόμα μου ένα μπουκαλάκι δροσερό νερό. Να μην ρίξω σε κανέναν ούτε μια ματιά. Να φανταστώ –για λίγο μόνο- τα πρόσωπά τους έκπληκτα και άφωνα κι αμέσως να τα αδειάσω και από την φαντασία μου. Να κλείσω το μάτι μου στην θάλασσα, να καθίσω οκλαδόν στο χώμα και να χαμογελάω στον αέρα που θα μου φιλάει το πρόσωπο. Κι έπειτα, να κοιτάζω εκείνους με τις φόρμες στο λιμάνι. Τους έχεις δει κι εσύ φαντάζομαι. Εκείνους. Που καπνίζουν το διάλειμμά τους. Και με κοιτούν…αλλά δεν περιμένουνε να τερματίσω.
Θ’ αναρωτιέσαι πώς, ξεκινώντας από σένα, βρέθηκα να γράφω αυτά…μπορεί και λίγο άσχετα...
Ίσως είναι που όταν μας αντικρίζεις ξαφνικά εκεί που παίζεις τη μουσική σου αφοσιωμένος, μας χαμογελάς ένα υπέροχο χαμόγελο.
Ίσως είναι που λατρεύεις τους χειμώνες.
Ίσως είναι που βρίσκεις ουσία στα παπλώματα που μυρίζουν “σώμα κοριτσιού μετά από μπάνιο και σεξ.”
Ίσως πάλι είναι που “έξω ο κόσμος πηγαίνει τρέχοντας…πηγαίνει μπροστά, προοδεύει, βρίσκει δουλειά, βγάζει λεφτά και παίρνει προαγωγές”
κι εσύ ρωτάς: “Σε νοιάζει;”
και απαντάς: “Ούτε μένα.”»
Στον nahames για την αφορμή...
Παρασκευή, Νοεμβρίου 14, 2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
8 σχόλια:
αφιέρωσες! Ειδικά η εικόνα του δρομέα που σταματάει πριν το νήμα είναι ποίημα! το νιώθω!
erwta, δεν ξέρεις πόσες φορές και με πόση μανία το έχω θελήσει αυτό! Μοιάζει με εκδίκηση αλλά δεν είναι...Τέλος πάντων.
Είμαι αρκετό καιρό κρυφοαναγνώστριά σου. Δεν είναι λίγες οι φορές που έχω ταυτιστεί με κείμενά σου, αυτή είναι μία από αυτές. Από τις πιο ωραίες αναρτήσεις σου.
Δε μοιάζει, ούτε είναι εκδίκηση, μηχανισμός άμυνας είναι.
Καλή δύναμη στην προσπάθειά σου!
Cheri μου κάνε αυτό που έγραψες και ονειρεύεσαι χρόνια τώρα: κάνε μεταβολή και φύγε αργά, ήρεμα και με περίσσια περηφάνεια. Άδειασέ τους όλους από το μυαλό σου. Έχεις συναναστραφεί ανθρώπους που δεν βλέπουν. Γίνε για λίγο ένας από αυτούς και μη βλέπεις κανέναν γύρω σου. Σαν να είναι όλοι αόρατοι. Σαν να μην υπάρχουν καν. Αυτοί τη ζωή τους κι εσύ τη δική σου. Αυτοί το σκοπό τους και συ το δικό σου, ή ...την ανυπαρξία του. Να σκέφτεσαι ότι κανείς δεν σε καθορίζει, ούτε οι άλλοι, ούτε η δουλειά σου, μόνο εσύ. Κι αν σε ρωτάνε καμμιά φορά τι δουλειά κάνεις είναι από συνήθεια ή/και αμηχανία. Δεν μπορούν όλοι να ρωτήσουν κατευθείαν τα ουσιώδη, έστω και με μη λεκτικό τρόπο. Γι αυτό και οι ηλίθιες ερωτήσεις.
Ζήσε, απόλαυσε και νοιώσε μόνο για σένα και γι αυτούς που σε βλέπουν αλλά δεν σε παρακολουθούν.
Τέλειο.... Εξαιρετικό post.
Συμφωνώ με τον agnwsto gnwsto cant
σοφία, ευχαριστώ πολύ. Καλως όρισες κι από 'δω:-)
agnwstos gnwstos, δεν το λέω μόνο για μένα. Είναι γενική παρατήρηση ότι, από μια στιγμή και ύστερα, η δουλειά του καθενός ταυτίζεται με την προσωπικότητά του κι ακόμη παρισσότερο με την αξία του. Κι αυτό με κάνει έξαλλη!
γεια σου δείμο! Σ ευχαριστώ πολύ κι εσένα. Χαθήκαμε...
χαιρετώ κι εσένα ανώνυμε. Καλώς όρισες.
Ρε συ Φένια, αφού ό,τι κάνεις το κάνεις για σένα, γιατί να σε νοιάζουν οι άλλοι; Κι έπειτα, η δουλειά είναι απλώς μια δουλειά, η ζωή μας ούτε αρχίζει ούτε τελειώνει εκεί. Τη δουλειά μας την κάνουμε όπως θέλουμε εμείς. Ξέρεις πόσους γέρους συναδέρφους έχω που είναι πιο νέοι κι απ' τους νέους στην ψυχή; Και πόσα νέα παιδιά έπιασαν μια καρέκλα και νομίζουν ότι αυτό είναι το παν; Όσες φορές απογοητεύομαι, θυμάμαι τις καλές στιγμές που έζησα με μαθητές και χαμογελάω. Έχουμε δρόμο πολύ ακόμα μπροστα μας και καλά είναι να τον κοιτάμε με αισιοδοξία.
Φιλάκια ΧΧΧ
Δημοσίευση σχολίου