Στον αργαλειό του ουρανού
χρυσή κλωστή ο ήλιος
δένει άτακτα αλλά γερά
ανάμεσα στις ασημένιες της βροχής τις βελονιές.
Το πρόσωπό μου το δροσίζουν στάλες.
Φλέγεται το κορμί μου από του ήλιου τη φωτιά.
Τα μάτια μου αξεκόλλητα∙ εκστασιασμένα.
Πόθοι αρχέγονοι ξυπνούν.
Κι η λογική ζαλίζεται με τ’ άρωμα απ’ το χώμα.
Λιποθυμά και χάνεται…
Κάπου στα σκοτεινά σπλάχνα της γης
κουτρουβαλά ακόμα…
Καλό καλοκαίρι!