Ένα μεγάλο δέντρο. Που μπήκε σε μια μικρήήή μικρούτσικη βάρκα για να ταξιδέψει.
Χρόνια τώρα μεγάλωνε δίπλα στη θάλασσα. Την κοιτούσε που κυλούσε τα νερά της, έβλεπε τα ψάρια που κάπου κάπου την ταράζανε κι έσκαγαν μύτη ανοίγοντας για δευτερόλεπτα την επιφάνειά της.
Ζήλευε που την απολαμβάνανε εκείνα κι ήθελε να μπει κι αυτό στην αγκαλιά της.
Ζήλευε και το φεγγάρι ακόμα γιατί το ‘βλεπε κι αυτό που ‘πεφτε μέσα της κι άνοιγε περάσματα και διαδρόμους φωτεινούς.
Όταν φυσούσε το αεράκι και το έκανε να γέρνει τον λεπτό του, τότε ακόμα, τον κορμό και τα λιγνά κλαράκια του χαμήλωναν και πλησιάζαν στα νερά, αυτό ευχόταν δυνατότερα ακόμα να το σπρώξει και να το παρασύρει ως τη θάλασσα.
Περνούσε όμως ο καιρός. Κι αντί να κάνει ένα βήμα στα νερά τα δροσερά, θέριευε και ψήλωνε και πάχαινε και σκλήραινε κι απλώνανε οι ρίζες του βαθύτερα στη γη. Αδύνατο να κινηθεί, να πλησιάσει λίγο. Έμενε εκεί κι έβλεπε μόνο το φεγγάρι που έκανε τον κύκλο του συνέχεια, μίκραινε, μεγάλωνε, βούλιαζε ή γλιστρούσε…Το έβλεπε στη θάλασσα και ζήλευε!
Και το φεγγάρι απ` τη μεριά του, για διάστημα μεγάλο και για πολύ καιρό, περηφανεύονταν και κόρδωνε που ζήλευε το δέντρο την τύχη τη δική του.
Μα στην πραγματικότητα, ούτε κι εκείνο είχε απολαύσει τα δροσερά νερά. Ένα παιχνίδι ήτανε μόνο και το ήξερε. Ένα παιχνίδι. Ένα καθρέφτισμα. Μια αντανάκλαση φωτός. Κι ήθελε τόσο να την άγγιζε κι εκείνο!...
Έτσι μια μέρα, αφού το σκέφτηκε λιγάκι, την ψευτοπερηφάνια του παράτησε στην άκρη, χαμήλωσε και μπλέχτηκε μες στα κλαδιά του δέντρου. Κόλλησε πάνω στους χιλιάδες πόρους που ‘χει γι` αφτιά και την αλήθεια όλη του ομολόγησε. Μαζί και τη λαχτάρα.
Οι δυο τους τώρα μ` ένα όνειρο κοινό. Πέσαν σε περισυλλογή. Κάνανε σύσκεψη.
Ήταν στης θάλασσας την όχθη μία βαρκούλα ξύλινη, μικρή. Ακίνητη κι αυτή για χρόνια, αραγμένη εκεί. Τόσο καιρό κανένας δεν της γύρεψε ταξίδι. Μόνη της έπνιγε στην άμμο τις αναμνήσεις της από πορείες παλιές.
Σκέφτηκε το φεγγάρι και με αποφασιστικότητα είπε:
«Θα κάψω με το φως μου αυτό το χώμα που κρατά τις ρίζες σου! Θα κρεμαστώ στολίδι στα μαλλιά σου κι εσύ θα μπεις να ριζωθείς μέσα στη βάρκα. Εκείνη θα μας ταξιδέψει μες στη θάλασσα. Μην την κοιτάς έτσι που ‘ναι θλιμμένη. Είναι παλιό σκαρί. Τα μυστικά της τα γνωρίζει όλα. Τη λαχταρά κι αυτή όσο κι εμείς. Να δεις. Δεν θα χαθούμε.»
Κι έγινε έτσι ακριβώς. Κι ας ακουγόταν τρέλα.
Δέχτηκε η βάρκα αυτό το δώρο-κάλεσμα, πλησίασε στο δέντρο και μόλις κάηκε γύρω από τις ρίζες του το χώμα, το πήρε μες στην αγκαλιά της. Μαζί και το φεγγάρι σκαλωμένο στα κλαδιά του.
Τι βάρος όμως είχαν τώρα όλοι μαζί! Δεν πρόλαβαν καλά καλά να ξανοιχτούν κι αρχίσαν να βουλιάζουν! Τρόμος τους έπιασε καθώς τους σκέπαζε το γαλανό νερό! Θα τους κατάπινε αυτό που πιο πολύ ποθήσαν. Όμως δεν έβγαζαν μιλιά. Μόνο συλλογιζόταν: Τόσο ακριβά ήταν τα ναύλα για το ταξίδι που λαχτάρησαν; Το θέλανε τόσο πολύ! Τόσο το περιμέναν! Χρόνια ολόκληρα μόνο γι` αυτό ανασαίναν!
Αυτά σκεφτόντουσαν και όλο βυθιζόταν…Και όλο περιμένανε την ασφυξία να τους παγώσει…
Μα τα λεπτά περνούσαν. Κι έκπληκτοι αντιλήφθηκαν πως η ανάσα τους δεν άλλαζε καθόλου! Κανονική όπως πάντα! Το οξυγόνο εδώ κάτω, πιο πολύ! Πιο καθαρό!
Τι τάχα να ‘χε γίνει;
…Ε πώς θα έμενε ο ουρανός δίχως φεγγάρι; Δεν μπορούσε. Κατέβηκε μαζί του μέσα στα νερά. Πιάστηκε απ` τις αχτίνες του γερά και όλα γίναν ένα:
Το δέντρο μες στη βάρκα, το φεγγάρι μες στο δέντρο, ο ουρανός αγκιστρωμένος στο φεγγάρι κι η βάρκα να βουλιάζει στα νερά. Και στα νερά να κολυμπούν τα ψάρια.
Και όλα αυτά, τ` απίθανα, παράλογα, σαν ψεύτικα, σαν παραμύθια – μάρτυς μου ο Ήλιος που ‘μεινε απ` έξω να μη σβήσει – κάθε άλλο, παρά μια φαντασία είναι. Είναι όλη η Αλήθεια στο σκληρό μου εξώφυλλο. Σε τούτο το τετράδιο-καταφύγιο που κρατώ.
Σάββατο, Ιουνίου 02, 2007
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
13 σχόλια:
απίθανο...
ελπίζω κάποια στιγμή να βρεθούν αφτάκια να τ' ακούσουν κι από 'μένα αν επιτρέπεις ;-)
Πέστα, καλέ μου, πεστα όπου θες! Με την άδειά μου. Άλλωστε, δεν άρχισα να βάζω ακόμη κόπιράιτ. Λες να χρειάζεται;-)
Πολυ ωραιο ρε Φενια,καιρο ειχα να διαβασω κατι ετσι ωραιο.Μου θυμισε ενα μερος απο το "Tango" toy Korto Maltese στο σημειο που μιλαει με τα δυο φεγγαρια στο San-Isindro.Γραψε και κατι με μεγαλυτερη διαρκεια...εχεις ταλεντο ξερεις να περιγραφεις κινηματογραφικα.
Αυτό δεν ήταν παραμύθι, ήταν ποιήμα, ήταν ζωγραφιά, ήταν απλά υπέροχο!!!
Τι εγινε Φενια τεμπελιαζουμε και δε γραφουμε?Για να βλεπω κινηση,δεν τρεχουμε τωρα ΠΕΤΑΜΕΕΕΕΕ!!!!
Πολύ το ΄χαρηκα αυτό το post! Πως από το τίποτα μπορείς και φτιάχνεις μια υπέροχη ιστορία!
Μπράβο σου Φένια.
:)
Θα ήθελα να το δω ζωγραφισμένο.
ΠΟλύ όμορφο κείμενο.
θενκιου ολ πιπολ!
Κώστα, κι αυτό στη φωτογραφία τι είναι;-)
amf, θα μπλοκάρεις τη "δημιουργική πνοή μου"(LOL!). Αυτά δεν τα πιέζεις. Μόνα τους έρχονται.
Τα συγχαρητήριά μου δεσποινίς .
τέλειο .
:-)
Φένια,το κοπιράιτ είναι άκρως απαραίτητο..και το ρωτάς αν χρειάζεται και μάλιστα στην εποχή του ανταγωνιζμού,της κλεψιάς και της μαμουνιάς?Δυστυχώς δε ζούμε σε μια παραμυθένια εποχή..
Μου άρεσε πολύ το λεξιλόγιό σου..σαν πίνακας ζωγραφικής...ΜΠΡΑΒΟ!
mou arese polu! mpravo sou :) einai uperoxh istorioula
Καλέ, μη μου λες για ανταγωνιΖμούς κι ανατριχιάζω! Με βλέπεις εμένα να είμαι για τέτΧοια; Θα σε πάρω για μάρτυρα αν χρειαστεί;-)
Γεια σου meez:-)
chris, γουέλκαμ!
Δημοσίευση σχολίου